- βροτόγηρυς
- βροτό-γηρυς, υ,A with human voice, ψιττακός ib.9.562 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βροτόγηρυς — βροτόγηρυς, υ (Α) (για τον παπαγάλο) αυτός που έχει ανθρώπινη φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + γήρυς «φωνή»] … Dictionary of Greek
βροτόγηρυς — with human voice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek